- νευρία
- νευρία, ἡ (Μ)δοκός ως τμήμα πολιορκητικής μηχανής.[ΕΤΥΜΟΛ. < νευρά «χορδή» + κατάλ. -ία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νευρία — νευρίον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)